Εισαγγελίες Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων

Η Εισαγγελία είναι δικαστική Αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία. Δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης. Ο Εισαγγελέας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στο νόμο και στη συνείδησή του.

 Ανώτερος όλων στην εισαγγελική ιεραρχία είναι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ακολουθούν οι βαθμοί του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Εισαγγελέα Εφετών, του Αντεισαγγελέα Εφετών, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών και του Εισαγγελικού Παρέδρου. Το Σύνταγμα παρέχει τις ίδιες με τους τακτικούς δικαστές εγγυήσεις ανεξαρτησίας και στους εισαγγελικούς λειτουργούς οι οποίοι, από το βαθμό του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών και άνω, είναι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί.   Αρμοδιότητες: Στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα υπάγεται: Η άσκηση της ποινικής δίωξης εν ονόματι της Πολιτείας. Η διεύθυνση της προανάκρισης. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η εποπτεία και ο έλεγχος των αστυνομικών αρχών αναφορικά με την πρόληψη και τη δίωξη των εγκλημάτων. Η υποβολή προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια. Η άσκηση των ενδίκων μέσων. Η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων και των βουλευμάτων.  Η εποπτεία και ο έλεγχος των σωφρονιστικών καταστημάτων. Ο έλεγχος των δημοσίων κατηγόρων, των συμβολαιογράφων, των φυλάκων μεταγραφών, υποθηκών, νηολογίων, κτηματολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, των ληξιάρχων και των υπαλλήλων, επιμελητών και αμίσθων δικαστικών επιμελητών.

Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών έχει δικαίωμα να συνιστά σε όσους φιλονικούν να αποφύγουν την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και να επιδιώξουν την ειρηνική επίλυση της διαφοράς τους. Δικαιούται επίσης να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα να παραδίδουν έγγραφα ή να χορηγούν αντίγραφά τους σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον.

Ιστορική αναδρομή

 Με το ιθ'/15 Δεκεμβρίου 1828 ψήφισμα της Δ' Εθνικής Συνέλευσης του Άργους «περί διοργανισμού των δικαστηρίων» προβλέπεται η σύσταση και ενός «Ανεκκλήτου Κριτηρίου» στο οποίο προβλέπεται θέση εισαγγελέα, ο οποίος ονομάζεται «δημόσιος συνήγορος». Ακολουθεί το Α΄/6 Μαΐου/1829 ψήφισμα του κυβερνήτη Ιωάν. Καποδίστρια κατά το οποίο το δικαίωμα «εγκαλέσεως» (εγκλήσεως) ανήκει στην εξουσία και τον παθόντα από το έγκλημα, καθήκοντα δε κατηγόρου ασκεί ο «εξεταστικός δικαστής» τον οποίον διορίζει το δικαστήριο. Εν συνεχεία, εκδίδεται το υπ' αριθμ'   152/15/27 Αυγούστου 1830 ψήφισμα του κυβερνήτη «περί διοργανισμού των δικαστηρίων» που προβλέπει το θεσμό του εισαγγελέα και καθορίζει την υπηρεσιακή κατάσταση και τις αρμοδιότητές του. Το μέλος της αντιβασιλείας του Όθωνος Georg Ludwig  von Maurer επιδόθηκε στην οργάνωση της Δικαιοσύνης και σε σύντομο χρόνο ολοκλήρωσε τη σύνταξη και εισαγωγή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Οργανισμού των Δικαστηρίων. Τα νομοθετήματα αυτά είναι εμπνευσμένα από την γαλλική νομική σκέψη της εποχής τους και μεταφυτεύουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος θεσμούς του γαλλικού δικαστικού συστήματος. Εισάγεται ο θεσμός του εισαγγελέα, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στη νομοθεσία του Ναπολέοντος. Κατά την ρύθμιση αυτή, ο εισαγγελέας ανήκει στην εκτελεστικήεξουσία της πολιτείας, είναι «διαπεπιστευμένος» της κυβέρνησης «παρά τοις Δικαστηρίοις» και χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ αυτής και των δικαστηρίων. Είναι το όργανο δια του οποίου η κυβέρνηση διαβιβάζει στα δικαστήρια τις επιθυμίες και απόψεις της και εποπτεύει και ελέγχει την απονομή της δικαιοσύνης. Τον διορίζει και τον παύει ο Υπουργός Δικαιοσύνης χωρίς κανένα περιορισμό ή κριτήριο, μόνη δε εγγύηση της υπηρεσιακής του κατάστασης ήταν η εύνοια της κυβέρνησης, η οποία (εύνοια), συνήθως, εξαγοραζόταν με ενδοτισμό και αθέμιτες παραχωρήσεις του εισαγγελέα προς την Κυβέρνηση.

 Η εμπειρία από την λειτουργία του εισαγγελικού θεσμού κατέδειξε ότι ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε τον εισαγγελέα με την εκτελεστική εξουσία όχι μόνο δυσχέραινε τους εισαγγελείς στην αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων τους αλλά και ύπουλα υπονόμευε το ακηδεμόνευτο φρόνημα που πρέπει να έχουν οι δικαστές κατά τον σχηματισμό της δικανικής τους πεποίθησης. Η Ελληνική πολιτεία, με συνταγματικές και νομοθετικές παρεμβάσεις στην οργάνωση και λειτουργία του θεσμού, ιδιαίτερα δε με το ισχύον σύνταγμα και τον ισχύοντα νόμο 1755/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», έχει διαμορφώσει ένα θεσμικό πλαίσιο πλήρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του εισαγγελέα από την εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, ορίζεται ότι η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη όχι μόνον από την εκτελεστική εξουσία αλλά και από τα δικαστήρια στα οποία λειτουργεί, έχει δε ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης και την προστασία του πολίτη από την βία και την αυθαιρεσία όχι μόνον των εκ του πράγματος ισχυρών συνανθρώπων του αλλά και της κρατικής εξουσίας. Ειδικώς και με έμφαση προβλέπεται ότι ο εισαγγελέας έχει το «μονοπώλιο» της ποινικής δίωξης και την ασκεί εν ονόματι της πολιτείας (και όχι της κυβέρνησης), κατά την άσκηση δε αυτής είναι ανεξάρτητος από κάθε άλλη αρχή, καθώς και από το δικαστήριο όπου υπηρετεί. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο έχει αποκόψει τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τον εισαγγελέα με την εκτελεστική εξουσία, δεδομένου μάλιστα  ότι   η   εποπτεία  του  Υπουργού  Δικαιοσύνης έχει   περιορισθεί στην «Διοίκηση   της Δικαιοσύνης», ειδικότερα δε στην επίβλεψη και έκδοση γενικών οδηγιών για την εύρυθμη λειτουργία των εισαγγελιών ως δημοσίων υπηρεσιών, με έμφαση δε τονίζεται ότι οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό (δικαστή ή εισαγγελέα) για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης η έκδοση γενικών ενημερωτικών οδηγιών προς τους εισαγγελείς, σε σχέση με την εφαρμογή των νομικών μέσων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν την δικαστική συνεργασία των κρατών-μελών στους τομείς πρόληψης και καταπολέμησης ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων.

Η οργάνωση και λειτουργία της εισαγγελίας διέπεται από ορισμένες βασικές αρχές: α) Την αρχή του ενιαίου και αδιαίρετου της υπηρεσιακής δράσης των μελών της, υπό την έννοια ότι μεταξύ των μελών κάθε εισαγγελίας υπάρχει τέτοια υπηρεσιακή σχέση ώστε οποιαδήποτε πράξη, η οποία διενεργείται από ένα μέλος της μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του, είναι ισχυρή και δεν χρήζει επικύρωσης από τον προϊστάμενο της, όλα δε τα μέλη μιας εισαγγελίας υποκαθίστανται και αναπληρούνται αμοιβαίως στην ίδια υπηρεσιακή δράση, β) Την αρχή της ιεραρχικής εξάρτησης των μελών της υπό την έννοια ότι ο εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι νόμιμες, πλην όμως, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του, ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας μόνον στον νόμο και στην συνείδηση του. Ειδικότερα, ο εισαγγελέας, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ερμηνεύει τον νόμο, συλλέγει αποδείξεις, αξιολογεί πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία και εκφέρει ανάλογη κρίση. Κατά τον σχηματισμό της κρίσης του αυτής είναι απολύτως ανεξάρτητος από οποιαδήποτε οδηγία ή γνώμη του ιεραρχικώς προϊσταμένου του.

Με τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της περιόδου της αντιβασιλείας του Όθωνος, στην οργάνωση και λειτουργία του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου εντάχθηκε, ως αυτοτελής αρχή, η Γενική Εισαγγελία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έκτοτε δε, υπό τον τίτλο Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, συνεχίζει την λειτουργία της. Της εισαγγελίας αυτής, καθώς και όλων των εισαγγελικών λειτουργών της χώρας, προΐσταται ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ο οποίος έχει δικαίωμα να απευθύνει προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς γενικές παραγγελίες, οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους, χωρίς, βέβαια, οι αποδέκτες των οδηγιών και συστάσεων του να δεσμεύονται κατά τον σχηματισμό και την έκφραση της γνώμης τους. Γνωμοδοτεί σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος εφ’ όσον δεν εκκρεμούν στα δικαστήρια, συμμετέχει και υποβάλλει προτάσεις στις συνεδριάσεις του Αρείου Πάγου, καθώς και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο με δικαίωμα ψήφου. Δικαιούται να ασκεί αναίρεση εναντίον κάθε δικαστικής απόφασης, επιδιώκοντας την ορθή ερμηνεία του νόμου από τον Άρειο Πάγο. Στην άσκηση των καθηκόντων του επικουρείται από αντιεισαγγελείς οι οποίοι και τον αναπληρώνουν, κατά την σειρά της αρχαιότητας τους στον βαθμό τους, όταν απουσιάζει ή κωλύεται. Υπόκειται εις πειθαρχικό έλεγχο κατόπιν πειθαρχικής αγωγής την οποία δικαιούται να εγείρει μόνον ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Η εναντίον του πειθαρχική αγωγή εκδικάζεται όμως από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο που προβλέπεται από το άρθρο 91 §2 του Συντάγματος και συγκροτείται από πρόσωπα παρέχοντα τα εχέγγυα κρίσης ανεπηρέαστης από κυβερνητικές παρεμβάσεις. Η προαγωγή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου και των αντιεισαγγελέων του, η δε θητεία του δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας (το 67° έτος).

Στην πολιτεία των Αθηναίων ο όρος «εισαγγελία» σήμαινε την μήνυση που υποβαλλόταν στην Βουλή των τετρακοσίων ή την Εκκλησία του Δήμου για βαρειά εγκλήματα διαφθοράς και εσχάτης προδοσίας. Ο ρήτορας Υπερείδης (λόγος υπέρ Ευξενίππου παρ. 7, 8, 29) έχει διασώσει τον κατά την εποχή του (390-322 π.Χ.) ισχύοντα ακόμη περί εισαγγελίας νόμο ο οποίος όριζε: «δεῖν τὰς εἰσαγγελίας γίγνεσθαι... ἐάν τις, φησί, τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων καταλύῃ …  ἢ συνίῃ ποι ἐπὶ καταλύσει τοῦ δήμου ἢ ἑταιρικὸν συναγάγῃ, ἢ ἐάν τις πόλιν τινὰ προδῷ ἢ ναῦς ἢ πεζὴν ἢ ναυτικὴν στρατιάν, ἢ ῥήτωρ ὢν μὴ λέγῃ τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων χρήματα λαμβάνων … καὶ δωρεὰς παρὰ τῶν τἀναντία πραττόντων τῷ δήμῳ.» Το ένδικο τούτο βοήθημα είχε το δικαίωμα να κινήσει και ενεργοποιήσει την σχετική διαδικασία δίωξης και παραπομπής σε δίκη, κάθε «βουλόμενος» πολίτης. Τούτο ρητώς λέγει ο Αριστοτέλης (Αθην. Πολ. XLV.2) «...ἔξεστι δὲ καὶ τοῖς ἰδιώταις εἰσαγγέλλειν ἣν ἂν βούλωνται τῶν ἀρχῶν μὴ χρῆσθαι τοῖς νόμοις». Από τους λόγους των αττικών ρητόρων και άλλες αρχαίες πηγές προκύπτει ότι κατά την ειδική διαδικασία της «εισαγγελίας» διώκονταν, συνήθως, στρατηγοί, (πολιτευόμενοι) ρήτορες και άλλοι άρχοντες της Αθηναϊκής πολιτείας.

 

Εκτύπωση